-
1 продовольствие
-я ουδ.1. τα τρόφιμα•грузить продовольствие φορτώνω τρόφιμα.
2. παλ. εφοδιασμός με τρόφιμα•продовольствие войск εφοδιασμός των στρατευμάτων με τρόφιμα.
-
2 продовольствовать
-ствую, -ствуешь.ρ.δ.μ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω με τρόφιμα.εφοδιάζομαι με τρόφιμα, προμηθεύομαι τρόφιμα. -
3 продукт
-а α.1. προϊόν•-ы сельского хозяйства αγροτικά προϊόντα.• -ы животноводства κτηνοτροφικά προϊόντα.
|| μτφ. αποτέλεσμα, αποκύημα, γέννημα•продукт мышления προϊόν της σκέψης.
2. πλθ. -ы τα τρόφιμα•купить -ы αγοράζω τρόφιμα•
-ы питания τα τρόφιμα, είδη διατροφής.
3. υλικό (κατασκευής)•продукт для изготовления бумаги υλικό για κατάσκευή χαρτιού.
|| το κατάλοιπο•-ы сгорания τα κατάλοιπα της καύσης..
-
4 продовольствие
продовольствие с τα τρόφιμα· снабдить \продовольствием τροφοδοτώ* * *сτα τρόφιμαснабди́ть продово́льствием — τροφοδοτώ
-
5 съестной
съестной: \съестнойые припасы τα τρόφιμα, τα φαγώσιμα* * *съестны́е припа́сы — τα τρόφιμα, τα φαγώσιμα
-
6 провизия
провизи||яж ἡ προμήθεια τροφίμων, τά τρόφιμα:снабжать \провизияей ἐπισιτίζω, ἐφοδιάζω μέ τρόφιμα. -
7 продовольствие
продовольств||иес οἱ τροφές, τά τρόφιμα:снабжать \продовольствиеием ἐπισιτίζω, ἐφοδιάζω μέ τρόφιμα -
8 продукт
продуктм1. τό προϊόν:производный \продукт τό ὑποπροϊόν2. \продукты мн. τά τρόφιμα:\продукты питания τά τρόφιμα, τά ἐδώδιμα· молочные \продукты τά προϊόντα γαλακτοκο-μίας·3. перен τό προϊόν, τό γέννημα, τό ἀποκύημα:\продукт фантазии τό γέννημα (или ἀποκύημα) τής φαντασίας. -
9 провиант
-а α. παλ.τρόφιμα (για το στρατό)•снабжать -ом εφοδιάζω με τρόφιμα.
-
10 добавка
το συμπλήρωμα, το πρόσθετο (υλικό), η προσθήκη, η πρόσμειξηпластифицирующая - το μέσον της πλαστικοποίησης, προ-тивоморозная - αντιψυκτικό/αντιπηκτικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > добавка
-
11 копчёности
мн. τα καπνιστά (τρόφιμα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > копчёности
-
12 пресервы
мн. пищ. τα συντηρημένα τρόφιμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пресервы
-
13 провизия
τα τρόφιμα, οι προμήθειες, τα εφόδια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провизия
-
14 продовольствие
τα τρόφιμα (πλ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продовольствие
-
15 продукт
το προϊόνвторичный - торг. δευτερεύον -консервированные - ы κονσερβοποιημένα/συντηρημένα - ταпервичный - αρχικό -, η πρώτη ύληприбавочный - эк. το υπερ-προϊόνпродовольственные - ы τα τρόφιμα, τα εδώδιμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > продукт
-
16 скоропортящиеся
(продукты) τα ευπαθή προϊόντα/τρόφιμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скоропортящиеся
-
17 продукт
продукт м το προϊόν* \продукты* * *мτο προϊόνпроду́кты пита́ния — τα τρόφιμα, τα είδη διατροφής
моло́чные проду́кты — τα γαλακτοκομικά προϊόντα
-
18 впрок
впрокнареч1. (про запас):заготовлять \впрок ἀποθηκεύω τρόφιμα, κάνω προμήθειες·2. (на пользу):идти кому́-л. впрок τοῦ βγήκε σέ καλό. -
19 держать
держатьнесоз. в разн. знач. κρατῶ, βαστώ:\держать за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· \держать в повинозении κρατώ σέ ὑποταγή· \держать на строгой диете κρατώ σέ αὐστηρή δίαιτα· \держать деньги в сберегательной кассе ἔχω τά χρήματα μου στό ταμιευτήριο· \держать Дверь открытой ἔχω τήν πόρτα ἀνοιχτή· \держать продукты в холодном месте φυλάγω τά τρόφιμα σέ κρύο μέρρς· \держать· в памяти θυμάμαι· ◊ \держать речь ὁμιλώ, βγάζω λόγο, ἀγορεύω· \держать совет συνεδριάζω· \держать вправо (влево) πηγαίνω δεξιά (αριστερά)· \держать у себя ἔχω (или κρατώ) ἀπάνω μου· \держать кого-л. в курсе дела κρατώ (или τηρώ) ἐνήμερον, ἐνημερώνω· \держать в руках кого́-либо κρατώ (или Εχω) κάποιον στό χέρι μοο· \держать кого́-л. в черном теле κακομεταχειρίζομαι, ταλαιπωρώ κάποιον не уметь себя \держать δέν ξέρω νά φέρομαι· \держать слово κ-ρατώ τόν λόγο μου· \держать пари́ στοιχηματίζω· \держать язык за зубами ράβω τό στόμα μου· не \держать при себе δέν κρατώ ἐπάνω μου· \держать экзамены δίνω ἐξετάσεις· \держать ауть διευθύνομαι, κατευθύνομαι, πορεύομαι· \держать курс на... мор. κατευθύνομαι προς..· \держать чью-л. сторону εἶμαι μέ τό μέρος κάποιου· \держать в тайне κρατῶ μυστικὅ \держать у́хо востро́ разг ἔχω τά μάτια μου τέσσερα· держите вора! πιάστε τόν κλέφτη!· \держать первенство спорт. κρατῶ τά πρωτεία.^ -
20 диетический
диет||и́ческийприл τής δίαιτας, διαιτητικός:\диетическийи́ческий стол ἡ τροφή δίαιτας· \диетическийи́ческие продукты τά διαιτητικά τρόφιμα.
См. также в других словарях:
τρόφιμα — τα βλ. τρόφιμος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρόφιμα — τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόφιμ' — τρόφιμα , τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμα , τρόφιμος nourishing neut nom/voc/acc pl τρόφιμε , τρόφιμος nourishing masc voc sg τρόφιμε , τρόφιμος nourishing masc/fem voc sg τρόφιμαι , τρόφιμος nourishing fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόφιμο — το / τρόφιμον, ΝΑ κάθε στερεό ή υγρό που περιέχει θρεπτικές ουσίες και χρησιμοποιείται για διατροφή νεοελλ. 1. στον πληθ. τα τρόφιμα τα αναγκαία για τη διατροφή, το σύνολο τών τροφών 2. φρ. α) «φυσικά τρόφιμα» (τροφ. τεχνολ.) i) τρόφιμα που έχουν … Dictionary of Greek
διατήρηση ή συντήρηση — Σύνολο ενεργειών που αποβλέπουν στη δ., για μεγάλο χρονικό διάστημα, ιδιοτήτων των ουσιών που αλλοιώνονται εύκολα. Ιδιαίτερη σημασία έχει η δ. τροφίμων, η οποία επιτρέπει τη χρήση αλλοιώσιμων ειδών σε διάφορους χρόνους και σε τόπους μακριά από… … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
μύγα — (musca domestica). Έντομο της οικογένειας των μιιδών, της τάξης των διπτέρων. Το κεφάλι φέρει μεγάλους σύνθετους οφθαλμούς, κεραίες κοντές και στοματικά όργανα μυζητικού τύπου, που αποτελούνται κυρίως από το κάτω χείλος, επίμηκες σαν προβοσκίδα,… … Dictionary of Greek
Каппадокийский язык — Распространение греческого языка в поздневизантийский период XII XV веков. Золотым цветом изображено поздневизантийское койне будущая основа новогреческого языка, оранжевым … Википедия
Каппадокский язык — Каппадокийский язык Страны: Греция, изначально Каппадокия (центральная Турция) Общее число носителей: очень мало Статус: исчезающий Классификация Категория … Википедия
αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… … Dictionary of Greek
επισιτίζω — (AM ἐπισιτίζομαι) [σιτίζω] μέσ. ἐπισιτίζομαι εφοδιάζομαι με τα απαραίτητα τρόφιμα νεοελλ. εφοδιάζω κάποιον με τα αναγκαία τρόφιμα αρχ. μέσ. α) προμηθεύομαι κάποιο εφόδιο («ἐκ τῆς ἀγορᾶς ἄριστον ἐπισιτιζόμενοι», Θουκ.) β) παρασιτώ … Dictionary of Greek